-
1 ἐλπίς
A hope, expectation (δόξα μελλόντων Pl.Lg. 644c
),ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα Od.16.101
, 19.84; personified, Hes. Op.96: pl., Pi.P.2.49, etc.; πολλῶν ῥαγεισῶν ἐλπίδων after the wreck of many hopes, A.Ag. 505;ἔτι ἐν αὐτοῖς εἰσὶν ἐλπίδες, νέοι γάρ Pl.Prt. 328d
; ; expectancy, Id.OT 771 (pl.), OC 1749 (lyr., pl.), Pi.N.1.32 (pl.), etc.:—Constr., in [dialect] Att., with gen. both of subject and object, as (where both are conjoined) Πελοποννησίων τὴν ἐλπίδα τοῦ ναυτικοῦ the hope of the P.in their navy, Th. 2.89; alsoαἱ τῶν Ἑλλήνων ἐς ὑμᾶς ἐλπίδες Id.3.14
; ὑμέτεραι ἐλπίδες,= ἐς ὑμᾶς, Id.1.69; ἐλπίδ' ἔχω, = ἐλπίζω, with [tense] fut. inf.,μὴ οὐ δώσειν δίκην Hdt.6.11
, etc.: with [tense] aor.inf.,κλέος εὑρέσθαι Pi.P.3.111
: with ὡς and [tense] fut. inf., S.OC 385;ὥστε μὴ θανεῖν E.Or.52
; ; ἐν ἐλπίδι εἰμί, c. [tense] fut. inf., Th.7.46;ἐν ἐλπίσι καλαῖς γενόμενος Plu.Brut.40
; ἐλπίς [ἐστί] μοι with acc. and [tense] fut. inf. or [tense] aor.,ἐλπίς τις αὐτὸν ἥξειν A.Ag. 679
;τοσοῦτόν γ' ἐστί μοι τῆς ἐλπίδος, τὸν ἄνδρα.. προσμεῖναι S.OT 836
; : c. [tense] pres. inf., Id.Sph. 250e: folld. by ὡς .., E.Tr. 487;ἐς ἐλπίδα ἐλθεῖν τινος Th.2.56
;ἐπ' ἐλπίδας ἀφανεῖς καθίστασθαι Id.5.103
;ἐλπίδα λαβεῖν X.Cyr.4.6.7
; ἐλπίδας μεγάλας ἔν τινι ἔχειν ib.1.4.25, cf. Isoc.4.121; τίν' ὑπάγεις μ' ἐς ἐλπίδ'; E.Hel. 826; ἐλπίδας ἐμποιεῖν ἀνθρώποις, ὑποθεῖναί τισι, X.Cyr.1.6.19, HG4.8.28; ; ἐλπίδα or ἐλπίδας ὑπογράφειν, Epicur.Ep.3p.65U., Plb.5.36.1;ἀποκεκομμένης τῆς ἐλπίδος Id.3.63.8
, cf. A.R.4.1272; ἐκτὸς ἐλπίδος beyond hope, S.Ant. 330;ἀπ' ἐλπίδος πεσεῖν A.Ag. 999
; παρ' ἐλπίδα ib. 899, S.Ph. 882: prov.,πεινῶμεν ἐπὶ ταῖς ἐλπίσιν Antiph.123.7
;κάπτοντες αὔρας ἐλπίδας σιτούμενοι Eub.10.7
;αἱ δ' ἐλπίδες βόσκουσι τοὺς κενούς Men. Mon.42
.2 object of hope, a hope,Ὀρέστης, ἐ. δόμων A.Ch. 776
; ὑμεῖς, ἡ μόνη ἐ. Th.3.57; Εὔτυχος, ἡ γονέων ἐ. IG3.1311. -
2 θερμαίνω
Aἐθέρμηνα Il.14.7
, etc., later : [tense] pf.τεθέρμαγκα Hsch.
s.v. κεχλίαγκα: [tense] pf. [voice] Pass.τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4
, Eust.1573.47, ([etym.] δια-) Hp.Vict.2.64: ([etym.] θερμός): —warm, heat,εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ.. Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7
;ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba. 679
, cf. A.Pers. 505;τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108
:—[voice] Med., cause to be warmed,τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37
(iii B.C.):—[voice] Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd. 63d; ; feel the sensation of heat, Pl.Tht. 186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11.2 metaph.,θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87
;ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc. 758
;σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc. 424
;σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra. 844
; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch. 990(1004);οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20
:—[voice] Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope, S.Aj. 478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El. 402.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμαίνω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский